- καστανόχρους
- -ουν και -οος, -οον1. καστανός, καστανόχρωμος2. το ουδ. ως ουσ. το καστανόχρουντο καστανό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρους (< -χροος < χρῶς «χρώμα»), πρβλ. καλό-χρους, φαιό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη].
Dictionary of Greek. 2013.