καστανόχρους

καστανόχρους
-ουν και -οος, -οον
1. καστανός, καστανόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστανόχρουν
το καστανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρους (< -χροος < χρῶς «χρώμα»), πρβλ. καλό-χρους, φαιό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • καστανόχρωμος — η, ο καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν τού κάστανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό χρωμος, σταρό χρωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”